αφου(γ)κράζομαι

αφου(γ)κράζομαι
και αφαγκράζομαι και αφακράζομαι και αφουκρούμαι
1. ακούω με προσοχή
2. στήνω αφτί, κρυφακούω
3. ακροάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι νεοελλ. τ. αφου(γ)κράζομαι, αφακράζομαι, αφουκρούμαι προήλθαν από το αρχ. επακροώμαι με τις ακόλουθες μεταβολές: επακροώμαι > επακρώμαι (με συγχώνευση των δύο φθόγγων [ο]) > εφακρούμαι (με τροπή του -π- σε -φ κατά το συγγενές αφορούμαι - υφορώμαι) > αφουκρούμαι (με αντικατάσταση του αρχικού ε- από τα α- και τροπή του -α- σε -ου μετά το χειλικό -φ-) > αφουκράζομαι (πρβλ. κοπιάζω αντί κοπιώ, σωπάζω αντί σωπώ) > αφουγκράζομαι. Κατ' άλλη άποψη, επακροώμαι > *απακροώμαι (παρετυμολογικά προς την από) > *απακρώμαι (με συγχώνευση των δύο φθόγγων [ο]) > *απακράζομαι (πρβλ. κρεμώ-κρεμάζω, κοπιώ-κοπιάζω). Εν συνέχειά, από τους τ. *απακρώμαι -*απακράζομαι > *αφακρώμαι - αφακράζομαι (με τροπή του -π- σε -φ- αναλογικά προς τα υφορώμαι - αφορούμαι) > μσν. αφηκρώμαι - αφηκρούμαι - αφηκράζομαι (με εσωτερική αύξηση) > μσν. αφκρούμαι - αφκράζομαι (με σίγηση του -η-, πρβλ. σιτάρι στάρι, φυλακή - φλακή) > αφουκρούμαι αφουκράζομαι (με ανάπτυξη του ου λόγω του δυσπρόφερτου του συμπλέγματος -φκρ-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”